- οπιούχος
- ος, ο[ν] содержащий в себе опиум
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπιούχος — α, ο 1. αυτός που περιέχει όπιο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπιούχα φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν όπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίδος] … Dictionary of Greek